MAD - ορισμός. Τι είναι το MAD
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι MAD - ορισμός

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
M.A.D.; MAD (disambiguation); Mad (EP); MAD; Mad (disambiguation)

mad         
adj.
infatuated
(colloq.)
1) (cannot stand alone) mad about (they are mad about each other)
angry
(colloq.) (esp. AE)
2) hopping mad
3) to get mad
4) mad at (she's mad at him; to get mad at smb.)
insane
5) stark raving mad
6) to go mad
7) to drive smb. mad
8) mad with (mad with pain)
9) mad to + inf. (he was mad to try it)
MAD         
Memory Address Driver strength (Reference: BIOS)
mad         
A lot of, much of.
That guy has mad skills on the mic.

Βικιπαίδεια

Mad

Mad, mad, or MAD may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για MAD
1. Speakers at the rally, likening Lee Myung Bak to a mouse, said that "a mad mouse is doing such mad work as import of American beef infected with mad cow disease, enforcement of mad education, mad great canal project, mad official instructions and mad privatization." They stressed that they should eliminate this mad mouse without fail.
2. It is mad, mad, and the insensitivity of people and politicians . . . They create ghettos.
3. It is clear that the Lee Myung Bak group is mad about the mad beef.
4. "I mean, how mad is that?" Er, not mad at all, Gethin.
5. She might be a ‘mad–mad‘ girl but she behaved herself while shooting with me.